(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek Monolingual
η
η κατάθεση ένορκης διαβεβαίωσης, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορκοδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες].