κατάθεση

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάθεσις) κατατίθημι
νεοελλ.
1. απόθεση, απίθωμακατάθεση θεμελίου λίθου»)
2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό
3. το κατατεθειμένο ποσό
4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε ναό
5. φρ. α) «κατάθεση όπλων» — παράδοση, συνθηκολόγηση
β) «κατάθεση μάρτυρα» — γραπτή ή προφορική μαρτυρία σε δικαστήριο ή άλλη αρχή
γ) «κατάθεση εντολής» — παραίτηση από αναληφθείσα εντολή, ιδίως σχηματισμού κυβέρνησης
μσν.
1. συμβιβασμός, συμφωνία
2. ύπαρξη μιας ιδιότητας σε κάποιον
μσν.-αρχ.
βεβαίωση, επιβεβαίωση
αρχ.
1. τοποθέτηση καταβολάδων στη γη
2. φύτευμα
3. πληρωμή χρημάτων
4. κατάπαυσηκατάθεσις πολέμου»)
5. ιατρ. ανάταξη μέλους
6. υπόσχεση, ομολογία
7. διευθέτηση
8. ταφή, ενταφιασμός.