οστεοτόμο

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

το, και οστεοτόμος, ο
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο για την τομή λεπτών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteotome < ὀστέον / ὀστοῦν + -τόμος (< τέμνω)].