οστεοτόμο

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

το, και οστεοτόμος, ο
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο για την τομή λεπτών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteotome < ὀστέον / ὀστοῦν + -τόμος (< τέμνω)].