οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
ὀστακός, ὁ (Α)αστακός.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός].