οστακός

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source

Greek Monolingual

ὀστακός, ὁ (Α)
αστακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός].