ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death
ὀστοειδής, -ές (Α)όμοιος με οστό, οστεοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].