οστεοειδής

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

-ές
1. ο όμοιος με οστό
2. φρ. «οστεοειδής ιστός» — ιστός που μοιάζει με οστίτη ιστό, αλλά δεν είναι τελείως όμοιος με αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ειδής].