ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
οὐρητρίς, -ίδος, ἡ (Α)δοχείο για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].