δοχείο
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
Greek Monolingual
το (AM δοχεῖον
Α και δοχήιον) δέχομαι
σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο
μσν.- νεοελλ.
αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι
νεοελλ.
1. ουροδοχείο, αγγείο
2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι
μσν.
1. χτιστός λάκκος όπου χύνεται ο μούστος από το πατητήρι
2. ξενώνας μοναστηριού.