παιδοπούλα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
παιδοπούλα, ἡ (Μ)
μικρό κορίτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -πούλα].