παράφορα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek (Liddell-Scott)

παράφορα: «παρατετραμμένα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
επίρρ. βλ. παράφορος.———————— (II)
τά, Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα».