εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ΜΑεπίρρ.1. παρέκει, πιο πέρα2. εκεί περίπου.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. παρέκει].