εκεί

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

και κει (AM ἐκεῖ)
επίρρ.
1. σ' εκείνη τη θέση, σ' εκείνο το μέρος
2. προς εκείνη την κατεύθυνση
3. χρον. τότε
4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ' έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῖς ἐκεῖ σέβας», Σοφ.
β. «τράβηξε προς τα κει»)
5. με αναφορική πρόταση («καθόμουν εκεί που χωρίζουν οι δυο δρόμοι»)
νεοελλ.
1. (για στάση ή κίνηση) συνεκφέρεται με άλλα μόρια, επιρρήματα ή προθέσεις ώστε να προσδιοριστεί σαφέστερα η έννοιαεκεί ψηλά, κοντά»)
2. με την πρόθ. από δηλώνει προέλευση, από τόπο κίνηση («απ' εκεί βγήκα στο χωριό», «απ' εδώ κι απ' εκεί»)
3. με την πρόθεση κατά δηλώνει την κίνηση σε τόποτράβα κατά κει»)
4. «εκεί που»
α) εισάγει χρονικές αναφορικές προτάσεις αφηγηματικά για περασμένο χρόνο («εκεί που μιλούσαμε»)
β) εισάγει εναντιωματικές προτάσεις
ενώ, αν και, αντί να («εκεί που μάς το χρωστούσανε, μάς πήραν και το βόδι»)
5. με ρήματα που σημαίνουν αίσθηση δηλώνει αποδοκιμασία («για ιδές εκεί παλιανθρωπιά»)
6. φρ. «ακούς εκεί» — φράση που προτάσσεται για να δείξει έκπληξη, επίκριση, αγανάκτηση κ.λπ.
7. «ώς εκεί» — ώς αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπικό επίρρ. εκεί ανάγεται στο ΙΕ δεικτικό μόριο ke- / ki- που απαντά επίσης στα λατ. cě-do, «προχωρώ, βαδίζω» hi-c «εδώ», ci-s «πάνω σε κάτι», χεττ. ki «αυτό», λιθ. ši-s «αυτός». Το μόριο αυτό χρησιμοποιούνταν ως δεικτικό για αντικείμενα κοντινής αποστάσεως και μόνο στην Ελληνική και υπό την επίδραση του (ε)κείνος χρησιμοποιήθηκε για τη δείξη απομακρυσμένων προσώπων ή πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προήλθε το τοπικό επίρρ. κει, αρχαία τοπική πτώση του ko- καθώς και το αιολ. κῆ, αρχαία οργανική πτώση. Το αρχικό ε- του τ. εκεί (που απαντά στην αττική διάλεκτο και στον Ηρόδοτο και είναι πιο εύχρηστος από τον τ. κει) πρέπει να ήταν αρχαίο δεικτικό μόριο (πρβλ. εκείνος, εχθές), εμφανίζεται επίσης στα οσκ. e-tanto «τόση», λατ. e-quidem, ρωσ. e-tot «αυτός», αρχ. ινδ. a-sak «εκείνος». Η υπόθεση, τέλος, ότι το εκεί είναι υποχωρητικός σχηματισμός κατά το τε-ενος (δωρ. τήνος) -τεί-δε δεν είναι πειστική].