Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ον, Ααυτός που περιέχει πέντε κοτύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»].