περιπαικτικός
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
και περιπαιχτικός -ή, -ό, Ν
1. (για λόγο ή πράξη) αυτός που γίνεται με σκοπό να περιπαίξει κάποιον
2. (για πρόσ.) εκείνος που συνηθίζει να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπαίζω. Η λ. περιπαικτικός μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].