πιθανοφάνεια
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
η, Ν πιθανοφανής
η ιδιότητα του πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό.
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
η, Ν πιθανοφανής
η ιδιότητα του πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό.