πιθανοφάνεια

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η, Ν πιθανοφανής
η ιδιότητα του πιθανοφανούς, το να φαίνεται κάτι πιθανό.