πιθηκίς
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek (Liddell-Scott)
πιθηκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, Εὐσ. Πονημ. 325. 45.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
μαϊμουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + υποκορ. κατάλ. -ίς].