πιθηκίς

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek (Liddell-Scott)

πιθηκίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, Εὐσ. Πονημ. 325. 45.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
μαϊμουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + υποκορ. κατάλ. -ίς].