ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
-η, -ο, Ν
1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό
2. αυτός που υπάρχει από παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καιρός (πρβλ. εύκαιρος)].