πολύκαιρος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό
2. αυτός που υπάρχει από παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καιρός (πρβλ. εύκαιρος)].