πορφυρόφυτος
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
-ον, Μ
ο πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτός (< φύω / φύομαι), πρβλ. ελαιό-φυτος].