πορφυρογέννητος
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
German (Pape)
[Seite 686] im Purpur od. im Purpurzimmer geboren; so hießen in Byzanz die während der Regierungszeit des Vaters gebornen Prinzen.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρογέννητος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐν πορφύρᾳ, ὅρος συνήθης ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου ἐπὶ τῶν τέκνων τοῦ αὐτοκράτορος τῶν γεννωμένων κατὰ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, Κ. Πορφυρ. Πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 199, 15, κ. ἀλλ., Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 36, 10, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀδὰμ ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-η, -ο / πορφυρογέννητος, -ον, ΝΜ
(στο Βυζάντιο) τίτλος που αποδιδόταν σε όσους βασιλόπαιδες είχαν γεννηθεί κατά την περίοδο της βασιλείας του πατέρα τους στην αίθουσα της Πορφύρας του βυζαντινού παλατίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + γεννητός (< γεννῶ)].