ποτοπτίλλω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσοπτίλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀπτίλλος «μάτι»].
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Α
(δωρ. τ.) προσοπτίλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὀπτίλλος «μάτι»].