ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
το, Ν ποτήριυποκορ.1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).