πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
το, Ν ποτήριυποκορ.1. (συν. για οινοπνευματώδη ποτά) μικρό ποτήρι2. το περιεχόμενο ενός μικρού ποτηριού («ήπιαμε τρία ποτηράκια ούζο»).