Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
ο / προμαχών και ασυναίρ. τ. προμαχεών, -ῶνος, ΝΑ
1. μέρος φρουρίου ή οχυρού, από όπου μπορεί κανείς να μάχεται, κυρίως στις γωνίες τών φρουρίων, τών κάστρων ή τών οχυρών
νεοελλ.
γεν. φρούριο, κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόμαχος + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ώας)].