κάστρο
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
το (Μ κάστρον, τὸ και κάστρος, ὁ)
1. φρούριο, πύργος, οχυρό, οχυρωματικό έργο
2. τείχος που περιβάλλει πόλη
3. περιτειχισμένη, οχυρωμένη πόλη
νεοελλ.
(μτφ. ως επίθ.) σταθερός, ακλόνητος
μσν.
1. τοίχος από πέτρες ή πλίνθους που περιέβαλλε το σπίτι και την αυλή του
2. μτφ. ψυχή επιφυλακτική, ερμητικά κλειστή («πότε νὰ ἐπεριεπάτησες τὸ κάστρον τῆς ψυχῆς μου;», Λίβ. και Ροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castrum «φρούριο»].