ρηγμάτωση

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τεχνολ.
1. δημιουργία ρωγμών σε ένα στερεό σώμα που υποβάλλεται σε καταπόνηση ανώτερη από τα όρια ελαστικότητας και πλαστικότητάς του
2. φρ. «ρηγμάτωση κοπώσεως» — ρηγμάτωση που οφείλεται σε μικρή αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρήγμα, -ατος + κατάλ. -ωση. Η λ. ως επιστημον. όρος της ΝΕ αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. fracture)].