πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
και ρεύξιμο, το, Νο ερευγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύ(γ)ομαι + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κλάψιμο)].