ρέψιμο

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

και ρεύξιμο, το, Ν
ο ερευγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύ(γ)ομαι + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κλάψιμο)].