σασί

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και σασσί, το, Ν
τεχνολ. το πλαίσιο του σκελετού του αυτοκινήτου, το οποίο στηρίζεται στους άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chassis «πλαίσιο»].