σαπωνοποιία
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
και σαπουνοποιία, η, Ν σαπωνοποιός / σαπουνοποιός
1. το σύνολο τών σαπωνοποιείων
2. η τέχνη και το επάγγελμα του σαπωνοποιού
3. εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιών.