διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
η, Ν
γλωσσ. κλάδος της γλωσσολογικής επιστήμης που μελετά τη σημασία, το νόημα τών λέξεων, αλλ. σημαντική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημασία + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι. Μαυροφρύδη].