σκέπος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

σκέπος: -εος, τό, = σκέπη, Ἐτυμολ. Μέγ. 597. 19.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].