Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
-ων, Ασπουδογέλοιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + γέλως «γέλιο» (πρβλ. φιλό-γελως)].