στερροβόας
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
Greek (Liddell-Scott)
στερροβόας: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ στερεοβόας, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ·) βλ. στερεοβόας.