στερεοβόας

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοβόας Medium diacritics: στερεοβόας Low diacritics: στερεοβόας Capitals: ΣΤΕΡΕΟΒΟΑΣ
Transliteration A: stereobóas Transliteration B: stereoboas Transliteration C: stereovoas Beta Code: stereobo/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, Glossaria on χαλκοβόας, Sch.S.OC1046.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοβόας: -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, μεγαλόφωνος, Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.

Greek Monolingual

και στερροβόας, ὁ, Α
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].