ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἡ, Ασυν. στον πληθ. αἱ στένοδοιτα στενά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ὁδός].