στηθοσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση ήχων που παράγονται στο εσωτερικό του σώματος, κυρίως στην καρδιά ή στους πνεύμονες («στερεοσκοπικό στηθοσκόπιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethoscope (< στήθος + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. στηθοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].