στήθος
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α
1. το πρόσθιο τμήμα του θώρακα του ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι
β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. τα στήθη
οι γυναικείοι μαστοί και το τμήμα του θώρακα που βρίσκεται κάτω από αυτούς
3. συνεκδ. ολόκληρος ο θώρακας μαζί με τα όργανα που αυτός περιλαμβάνει («νόσημα στήθους»)
4. το στέρνο
5. μτφ. η έδρα τών αισθημάτων και τών παθών (α. «διαπρεπή οι αθάνατοι / έδωσαν τών ανθρώπων / και ατίμητα δώρα / αγάπην, αρετήν, / εύσπλαχνον στήθος», Κάλβ.
β. «θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὅρινεν», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. «από [ή εκ] στήθους» — από μνήμης, απ' έξω
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τμήμα ενδύματος που καλύπτει τον θώρακα («θέλει λίγο φάρδεμα το στήθος»)
2. οι λευκές σάρκες του στέρνου τών πουλιών
3. ναυτ. α) αμμώδης ή χαλικώδης υποβρύχια έξαρση του βυθού ποταμού ή θάλασσας η οποία μερικές φορές φθάνει σχεδόν μέχρι την επιφάνεια και έχει συνήθως ομαλή και ευρεία επιφάνεια, κν. μπάγκος
β) τριγωνικό ισοσκελές επίρραμμα τετράγωνου ιστίου, κν. σταυρογάζι
γ) ο όγκος τετράγωνου διπλωμένου ιστίου ο οποίος σχηματίζεται στο μέσον της κεραίας
4. φρ. α) «με διαφορά στήθους» — με ελάχιστη διαφορά
β) «προτάσσω τα στήθη μου»
i) αγωνίζομαι ή αμύνομαι για κάτι με σθένος
ii) ριψοκινδυνεύω
γ) «στήθος με στήθος»
i) (για μάχη ή για πάλη ή για άλλο αγώνισμα) εκ του συστάδην, σαν να αγκαλιάζει κανείς τον αντίπαλο
ii) με [ή σε] άμεσο και σκληρό αγώνα
iii) (κατ' επέκτ.) (για προσπάθεια) πάση θυσία, με αποφασιστικότητα
αρχ.
1. η αγκαλιά
2. το τμήμα του ποδιού που προεξέχει προς τα πάνω
3. το σαρκώδες τμήμα της παλάμης του χεριού το οποίο βρίσκεται στις εκφύσεις τών δαχτύλων
4. πιθ. η παλάμη του χεριού
5. οίδημα, πρήξιμο
6. λόφος ή ύψωμα σε στρογγυλό σχήμα από συσσωρευμένη άμμο ή χώμα κοντά σε ποταμό ή σε θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. στῆθος —με δυσερμήνευτο επίθημα -θος— πρέπει να συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. στήνιον
στῆθος (ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. stana- «στήθος γυναίκας», αρμ. stin) και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. στήνιον (< στῆνος) κατά το σχήμα πλῆθος: λατ. plēnus. Η αναγωγή της λ. στήθος στη ρίζα stā του ρ. ἵστημι δεν θεωρείται πιθανή λόγω της εμφάνισης -η- (και όχι -ᾱ-) σε όλες τις διαλέκτους, με εξαίρεση έναν τ. στᾶθος, ο οποίος έχει προέλθει με υστερογενή φωνητική αλλαγή χαρακτηριστική για τη διάλεκτο της Σικυώνας. Ο νεοελλ. τ. στήθι έχει σχηματιστεί από έναν τ. πληθ. στήθη-α κατά το σχήμα μάτια: μάτι (πρβλ. χείλι < χείλη-α < χείλη).
ΠΑΡ. στηθαίο(ν), στηθάρι(ον), στηθιαίος, στηθικός
αρχ.
στηθίας, στηθίδιον, στηθίον, στηθιστήρ, στηθύνιον
μσν.
στηθείον, στήθειος
νεοελλ.
στηθάτος, στηθούρι, στηθούχος, στηθωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στηθόδεσμος
αρχ.
στηθοειδής, στηθοκρουστώ, στηθόκυρτος
αρχ.-μσν.
στηθομελής
μσν.
στηθοδρομώ, στηθοκόρυζα
νεοελλ.
στηθογράφος, στηθοδέρνομαι, στηθοκατάρρους, στηθοκόκαλο, στηθοκοπούμαι, στηθολαλιά, στηθόμετρο, στηθόπανο, στηθόπονος, στηθοσκοπία, στηθοσκόπιο, στηθοσκοπώ, στηθοχτυπιέμαι. (Β' συνθετικό) μεγαλόστηθος, μικρόστηθος
αρχ.
δασύστηθος
νεοελλ.
ανάστηθος, ανοιχτόστηθος, άστηθος, γυμνόστηθος, ξέστηθος, πλατύστηθος].