χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῑς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)2. μτφ. α) δυστροπίαβ) παραλογισμός.