συγκαταθλώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].

Greek Monolingual

-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].