σπάζω
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Greek (Liddell-Scott)
σπάζω: λέξις τῶν Ἀχαιῶν ἀντὶ σκυζῶ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σπάνω και σπάω Ν
1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι»)
2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα δέντρα»)
3. προξενώ ή υφίσταμαι κάταγμα οστού ή δοντιού (α. «του έσπασα τα δόντια με γροθιές» β. «δάγκωσα καρύδι κι έσπασα το δόντι μου» γ. «έπεσα κι έσπασα το πόδι μου»)
4. χάνω τις σωματικές ή τις ψυχικές μου δυνάμεις («δεν μπορεί να τρέξει πια, έχει σπάσει»)
5. μειώνομαι, εξασθενώ («έσπασε από χθες η ζέστη»)
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σπασμένος, -η, -ο
α) αυτός που πάσχει από κήλη, κατεβασμένος
β) αδύναμος, άτολμος
γ) (για προφορά) άσχημος, κακός
7. μέσ. σπάζομαι
εκνευρίζομαι, αγανακτώ
8. φρ. α) «σπάω πλάκα» ή «σπάζω κέφι» — διασκεδάζω με αστεία και φάρσες
β) «σπάω κάποιον στο ξύλο» — ξυλοκοπώ άγρια κάποιον
γ) «σπάω στη δουλειά [στο διάβασμα κ.λπ.]» — δουλεύω πολύ σκληρά, επιδίδομαι με πολύ ζήλο σε κάτι
δ) «σπάω το μυαλό μου» ή «σπάω το κεφάλι μου» — σκέπτομαι, προβληματίζομαι πάρα πολύ ή προσπαθώ να θυμηθώ κάτι και δεν μπορώ
ε) «του τά σπάω» ή «του τή σπάω», (ιδιωμ.) τον εξοργίζω, τον κάνω να αγανακτήσει
στ) «σπάω τον κώδικα» — αποκρυπτογραφώ
ζ) «σπάζω το φράγμα του ήχου»
(για αεροπλάνα) υπερβαίνω το όριο ταχύτητας διάδοσης του ήχου
η) «μιλάει σπασμένα»
(σχετικά με ξένη γλώσσα) χρησιμοποιεί τη γλώσσα με δυσκολία, με λάθη στο λεξιλόγιο, ή στη σύνταξη και στην προφορά
θ) «μού τή σπάει» — δεν μού αρέσει, μέ εκνευρίζει
ι) «πληρώνω τα σπασμένα» — τιμωρούμαι για αδικήματα που δεν έκανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπάω.