συγκάλυψη
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).
Greek Monolingual
η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).