συγκάλυψις

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, = συγκαλυμμός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκάλυψις: ἡ, τὸ συγκαλύπτειν, ἢ κατακαλύπτειν, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σ. 96Α.