συβαύβαλος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek (Liddell-Scott)
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.