συβαύβαλος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek (Liddell-Scott)

συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.