συνδρομητής

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν
αυτός που καταβάλλει συνδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνδρομήτρια Ν
αυτός που καταβάλλει συνδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].