Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
και αττ. τ. ξυνθηρῶ, -άω, Α σύνθηρος
1. βγαίνω για κυνήγι μαζί με κάποιον άλλο
2. μτφ. συλλαμβάνω ή βρίσκω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («σὺν δὲ νιν θηρώμεθ' εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην», Σοφ.).